«Ενύπνιες πόλεις»

Μισέλ Φάις, 1996

Ο ΦΙΛΗΣΥΧΟΣ ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ.

Με την τελευταία της δουλειά η Δάφνη Αγγελίδου επανέρχεται στο αστικό περιβάλλον των πρώτων εκθέσεων της. Τη θέση, δηλαδή, των ερημικών τοπίων καταλαμβάνουν και πά-λι οι εγκαταλειμμένες πόλεις.

Οι πόλεις που γεμίζουν το τελάρο της ζωγράφου αν και διατηρούν σαφώς μία δυτικότροπη αρχιτεκτονική γραμμή, εντούτοις σε παραπέμπουν έντονα στη μεσόγειο. Ετσl, κάποιος πε-ριηγητής θα μπορούσε να βρει φέτες των ζωγραφισμένων αυτών πόλεων στις γεlτονιές της Κέρκυρας, της Μονεμβασιάς, του Παλέρμο ή του Αλγερίου.

Ωστόσο, επειδή αυτό που λέω ακούγεται λιγάκι σχολαστικό, θα ήθελα να αποσαφηνίσω ό-τι το αίσθημα της απώλειας που διαχέεται σε όλη τη ζωγραφική της Αγγελίδου δεν είναι τοπικής ή χρονικής υφής αλλά εσωτερικής. Με δύο λόγια: η Αγγελίδου νοσταλγεί με τα έρ-γα της ένα πρώην οικείο κόσμο’ όντως όλα εδώ είναι αναγνωρίσιμα: οι κατόψεις, τα χρώ-ματα, οι φωτισμοί αναγνωρίσιμα και μακρινά όπως στα όνειρα.

Γι αυτό ίσως, αν το σκεφτούμε από τη σκοπιά αυτή, οι πόλεις της μπορεί να μην είναι τε-λικώς εγκαταλειμμένες από κάποια αδιόρατη ή νοσηρή αιτία αλλά ν’ αποτελούν σκηνικά μιάς παράστασης λυρικού θεάτρου, λίγο πριν ή λίγο μετά την αυλαία. Και στα λιγοστά φωτισμένα παράθυρα οι φιγούρες που διακρίνονται στα εσωτερικά των σπιτιών να είναι κάποιοι ξεχασμένοl ηθοποιοί, τραγουδιστές ή τεχνικοί ενός θιάσου υπό αναμονή του τε-λευταίου κουδουνιού ή του πρώτου χειροκροτήματος.

Εξυπακούεται, ότι αυτή η μετέωρη αίσθηση δεν είναι τυχαία σε μία ζωγράφο στην οποία το πέρασμα του χρόνου αποτελεί μαρτύριο και χάρις μαζί. Μαρτύριο, επειδή συχνά ανα-γκάζεται να ξυπνάει ως καθηλωμένος ένοικος αυτού του φιλήσυχου εφιάλτη που στοι-χειώνει διακριτικά τις ζωγραφισμένες πόλεις της. Και χάρις, επειδή αυτό το ριζωμένο πλά-σμα του τελάρου κοιμάται και ονειρεύεται πως η ζωγράφος που του έδωσε πνοή βλέπει στον ύπνο της πως ξυπνάει με τη δική του μορφή.

Ο παρατηρητικός φιλότεχνος θα διαπιστώσει σ’ αυτή την έκθεση μια βασική στροφή: η Αγ-γελίδου αποφασίζει να δει εποπτικότερα το πεδίο των εμμονών της και, κυρίως, να το α-ναλύσει διεξοδικότερα. Γεγονός που πιστοποιείται αφενός από τις μεγάλες συνθέσεις της και αφετέρου από την ανάγκη της να «αφηγηθεί» την ίδια ιστορία μέσα από ένα παράθυ-ρο ή μέσα από ένα τοίχο.

Ο Μπερνάντο Σουάρες (ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής του Φερνάντο Πεσσόα στο ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΝΗΣΥΧΙΑΣ) είχε τη συνήθεια να ψηλαφεί τους σάπιους τοίχους της κάμαράς του και να συνομιλεί μαζί τους.

Η Αγγελίδου κατά μία έννοια κάνει το ίδιο, σε άλλη κλίμακα όμως. Εξάλλου οι φυσικές μα-τιέρες των τοίχων, τα παράθυρα που ανοίγονται σε μια απτή μεταφυσική, οι μυθικές πό-λεις, μας αφήνουν να υποψιαστούμε το τι διαμείβεται ανάμεσα σ’ αυτήν και στο βιωμένο υλικό της.

Ποιος είναι ο πυρήνας αυτής της στιχομυθίας, Ότι, σε αδρές γραμμές, οι άνθρωποι που κατοικούσαν ή θα κατοικήσουν αυτούς τους χώρους έχοντας κουραστεί από την παρατε-ταμένη απομαγικοποίηση της ζωής τους έχουν την ανάγκη να επιστρέψουν στα αινίγματα της παιδικής ηλικίας ή έστω, να βυθιστούν στην ελαφρότητα κάποιων ενύπνιων, τα οποία απλώς κάνουν την καθημερινότητα λιγότερο βάναυση.

Μισέλ Φάις.