Ζωγράφος Ψηφιδογράφος
Σε τρεις ενότητες χωρίζονται σχηματικά τα έργα της Δάφνης Αγγελίδου: «αγροτικά τοπία», «αστικά τοπία» και «Διαβάσεις-Διαβάτες». Και στις τρεις υφέρπει ένας κόσμος «στοιχειωμένος». Ένας κόσμος σχεδόν υπερβατικός λόγω της πέτρινης σιωπής, κυριολεκτικής και μεταφορικής, που τον διακατέχει. Χώροι παγιωμένοι, οριστικοί και τετελεσμένοι, όσο και η στερεότητα του κυρίαρχου υλικού που τους πλάθει, οι πέτρινες δηλαδή και οι μαρμάρινες ψηφίδες. Εδώ ο χρόνος έχει πετρώσει προσδίδοντας στην εικαστική στιγμή των έργων μια αίσθηση διαχρονικότητας.
Η ενότητα «Διαβάτες-Διαβάσεις» είναι και η μόνη όπου εμφανίζονται ανθρώπινες μορφές. Είτε πρόκειται για πλήθος είτε για μεμονωμένες φιγούρες, είναι κυρίαρχη η μοναχικότητα και η σιωπή. Άτομα σκουρόχρωμα που κινούνται ή στέκονται, χωρίς «προσανατολισμό». Σχεδόν όλα κρατούν χρωματιστές ομπρέλες που καλύπτουν τα πρόσωπά τους. Έτσι, η έγχρωμη ομπρέλα, αν και «προσωπείο», φαντάζει πιο ζωντανή κι από τους ίδιους τους ανθρώπους. Το σύνολο υποβάλλει την αίσθηση ότι πρόκειται για άτομα υπό το κράτος μιας συνεχούς ανάγκης κάλυψης ,πράγμα που ενισχύεται από το γεγονός ότι η ομπρέλα εμφανίζεται να αποτελεί το πάγιο εξάρτημά τους και δεν υπάρχει μόνο χάρη στο στιγμιαίο γεγονός της βροχής. Πρόκειται για ανθρώπους που στερούνται στην ουσία εσωτερικής κάλυψης, και άρα συνοχής, και κατά συνέπεια την αναθέτουν σε κάτι έξω από αυτούς, σε ένα αντικείμενο. Κατά προέκταση, και οι δρόμοι στους οποίους κινούνται, καθώς και οι προσόψεις των σπιτιών, που οριοθετούν κάποιους από αυτούς, χάνουν τη ζωτικότητά τους και μετατρέπονται σε μακέτες σκηνικού αντίστοιχες με τις ανθρώπινες φιγούρες , που φαντάζουν ανθρωπόμορφα χαρτάκια κολλημένα στη μακέτα.
Παρόμοια και τα «αστικά τοπία» της Αγγελίδου μετατρέπονται σε τοπία σκηνικών προσόψεων, δηλωτικά άδειων σπιτιών, πετρωμένων και σιωπηλών, γεμάτα απουσία. Θα ‘λεγε κανείς ότι πρόκειται για χώρους που έχουν κάτι από την ατμόσφαιρα του ντε Κίρικο και της μεταφυσικής του ζωγραφικής σε μια συνεχή κατάσταση αναμονής ενός ενδεχόμενου ζωντανού συμβάντος· ενός ανθρώπινου δρώμενου που θα μετατρέψει το κενό σε πλήρες. Οι προσόψεις αυτές, ως ωραίες κοιμωμένες της πόλης, περιμένουν σιωπηλές και ασάλευτες το ανθρώπινο φιλί της ζωής, λες και έχουν επίγνωση ότι «ο χρόνος της αναμονής, είναι χρόνος νεκρός».
Τέλος, τα «αγροτικά τοπία», τοπία της Μάνης, αναπτύσσονται με μία καθ ύψος ιμπρεσιονιστική προοπτική, υποβάλλοντας έτσι την άμεση εμπειρία της όρασης. Σε πρώτο πλάνο, εμφανίζονται αγροτικά σπίτια, στα οποία η ασάφεια των ορίων, στο σημείο που εφάπτονται της γης, δημιουργεί την εντύπωση ότι αναδύονται από αυτήν. Μπροστά τους εκτείνεται ο φυσικός χώρος. Έτσι, η γη εμφανίζεται ως το όλον που περιέχει το μέρος-σπίτι. Το διαχρονικό συνυπάρχει δηλαδή με το στιγμιαίο· το αιώνιο με το παροδικό· ο Θεός με τον άνθρωπο. Και όλα αυτά συμβαίνουν μέσα στη σιγαλιά της υποβαλλόμενης από τα έργα απεραντοσύνης. Εδώ η πέτρινη ψηφίδα, όπως και η πέτρινη δομή του σπιτιού ταυτίζονται με την πέτρινη υπόσταση της ίδιας της μανιάτικης γης. Και θα πρόσθετα ότι το ζητούμενο στα έργα αυτά δεν είναι μόνον η πέτρινη φόρμα, αλλά και η πέτρα ως άμορφη ύλη, η οποία εμπεριέχει όμως μέσα της την ενέργεια της μορφοποίησής της. Πρόκειται δηλαδή για μια έμψυχη ύλη. Προς αυτή την κατεύθυνση με ωθεί το τοπίο με τον κατακόρυφο και τριμερή διαχωρισμό: (εικ.7) στο κάτω επίπεδο, η ψηφιδοθεσία υποβάλλει ένα χώρο σε αναταραχή, σαν τη φωτιά στα έγκατα της γης· το δεύτερο, μεσαίο επίπεδο, υπακούει σε μια σχετική σταθερότητα, περισσότερο δυνάμει παρά οριστική. Είναι ο χώρος της γήινης επιφάνειας. Τέλος, το πάνω επίπεδο, ο αιθέρας με τα σύννεφα που παραπέμπουν σε τοπία του Βαν Γκογκ, μορφοποιούν την ίδια την ενεργειακή κινητικότητα. Ύλη και ενέργεια δομούν τον κόσμο.
Η Αγγελίδου τελικά ασχολείται με το ανθρώπινο περιβάλλον, φυσικό και δομημένο. Το πρώτο εμφανίζεται πιο ζωντανό στο βαθμό που η ζωντάνια του είναι εγγενής, σε αντίθεση με το δεύτερο που καθορίζεται από την ανθρώπινη παρουσία, παρουσία όμως που είναι κατ΄επίφασιν ζωντανή. Πάντως και τα δύο αυτά ανθρώπινα περιβάλλοντα, φυσικό και δομημένο, όπου ο ίδιος ο άνθρωπος είναι παρών διά της απουσίας του, μας παρέχονται και στέκουν σε θέση αναμονής. Φαίνεται ότι και αυτά τα ίδια αποτελούν εδώ τους στόχους της ανθρώπινης αναζήτησης, ενός ανθρώπου όμως διττά χαμένου κάτω από μια ομπρέλα-προστασία και μέσα σε έναν λευκό απροσανατόλιστο χώρο, έτσι όπως εμφανίζεται στα τελευταία έργα της καλλιτέχνιδας με τις μοναχικές φιγούρες. Μήπως όλα τελικά βρίσκονται σε αναμονή υπό το κράτος μιας πανανθρώπινης ανάγκης, αυτής της ζωογόνας αντάμωσης;
Αντρέας Ιωαννίδης
Ιστορικός Τέχνης, Αναπληρωτής Καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών