«Νυχτερινά»

Μαριλένα Γεωργιάδου, 1991

Τη νύχτα η πόλη γίνεται μαγική. Τη νύχτα, όταν η πόλη κοιμάται. Όλα είναι γαλήνια, σιωπηλά. Όλα είναι αινιγματικά και άγνωστα. Γιατί η νύχτα είναι η ώρα του ονείρου και του φανταστικού, ο τό-πος του μαγικού και του παράξενου.

Τη νύχτα, οι διαστάσεις δεν είναι πια οι γνωστές, τα πράγματα ακολουθούν άλλους κανόνες. Οι ό-γκοι βυθίζονται στη σκιά, τα χρώματα γίνονται ψυχρά, φασματικά. «Τη νύχτα τη συνθέτουν δύο βασικά χρώματα: το μωβ και το κίτρινο. Κάτι σκοτεινό και, ξαφνικά, μια λάμψη». Η λάμψη ενός παράθυρου, το μεταλλικό φως μιας μισοκρυμμένης άδειας πλατείας.

Μακριά απ’ την πόλη, το φεγγάρι βάφει μπλε τον ουρανό, χαράζει καθαρά τις γραμμές των χωρα-φιών, σκεπάζει τις πλαγιές μ’ ένα φιλντισένιο φως. Όλα είναι γαλήνια, σιωπηλά.

Τη μέρα, οι λόφοι καταυγάζουν φως σε χρυσαφένιους κόκκους, φως τόσο εκτυφλωτικό που όλα σκοτεινιάζουν. Τα σπίτια αναδύονται από τη σκιά, βυθίζονται στον ωχρό χρυσαφένιο κάμπο. Έρημα σπίτια παραμυθιού, σε κίτρινο παλιάς φωτογραφίας. Πίσω, τα δέντρα, πανάρχαια όρια του ορατού, πεπερασμένοu χώρου. Συχνά στη ζωγραφική η πραγματικότητα γίνεται μαγική. Όλα είναι γαλήνια, σιωπηλά. Όλα είναι αινιγματικά, παράξενα. Οι διαστάσεις δεν είναι οι σωστές, τα επίπε-δα αρθρώνονται αλλόκοτα. Τα γνωστά πράγματα έχουν γίνει «άλλα». Γιατί, συχνά, η ζωγραφική είναι η χώρα του μαγικού και της ποίησης, ο τόπος του ονείρου ή της ανάμνησης.

Μ. Γεωργιάδου.