Η κρίση των εικαστικών

Περιοδικό η λέξη, τχ. 156, Μάρτιος-Απρίλιος 2000

Θερισμένα χωράφια. Αλώνια μέ πέτρινη περίμε­τρο στό κατακαλόκαιρο καί σέ ώρα μεσημβρινή. Φράχτες ανάμεσα, όρφανεμένα ξερόκλαδα καί ρη­μαγμένα αγροτόσπιτα, κάπου χαμένα στόν κάμπο. Κι από μακριά, οί άνθρωποι αγκαλιά μέ τις σκιές τους. Άλλοτε πάλι τούς υποψιάζεσαι νά βαδίζουν κά­τω άπ τά σκιάδια τους ή νά σημαδεύουν την ανε­λέητη ερημιά της απεραντοσύνης, μέ τίς σιλουέτες τους στοιχηματίζοντας τό βάθος τού ορίζοντα.
 

Ή Δάφνη Άγγελίδου, στην έκθεση των ζωγρα­φικών της έργων μέ τίτλο «Χωρογραφίες», δεν στό­χευε νά παρουσιάσει κάποια θέματά της «σέ φόντο». Αντίθετα, ο χώρος αποκτούσε πρωταρχική της μέ­ριμνα, στην ανάδειξή του ώς διαρθρωτική καί διαμορφωτική δυνατότητα τού χρώματος. Ενός χρώματος – της ώχρας κατά βάση – πού οί βαθμοί πυ­κνότητας κι άραίωσης τών τόνων του μαζί μέ τίς φυγές τού βλέμματος πρός τόν ψευδαισθητικά ανοι­χτό ορίζοντα, άναπλάθονταν άπ τίς εντάσεις καί τίς υφέσεις τού φωτός, της πινελιάς καί της ματιέρας, προκειμένου νά αποδοθεί η ατμόσφαιρα ενός εσωτε­ρικού κλίματος καί μιας υπόγειας γεωμετρίας πού πυροδοτούσε την αίσθηση της υπερβατικότητας, σ’ αυτά τά τοπία της μοναξιάς.

Οί κάμποι τού σταριού στόν Αλωνάρη μήνα, ήταν σηκωμένοι ψηλά σάν νά είχε βουλιάξει κανείς μέσα τους η νά τούς άντίκρυζε γονατιστός ο θερι­στής κι έξολοθρευτής τού χρόνου, αφήνοντας στό βλέμμα ένα κομματάκι μονάχα τού ούρανού νά στέργει πάνω από την απεραντοσύνη μιας θάλασ­σας κυματισμών καί δονήσεων τού φωτός. Ή ζω­γράφος δημιουργούσε ένα βάθος πεδίου μέσα άπό τίς τονικές συμπαραθέσεις, την ποσότητα καί τήν φο­ρά τού χρώματος, εξισορροπώντας μ ‘ αυτόν τόν τρό­πο τά κοντινά μέ τά μακρινά πλάνα πού μέσα άπό τούς ρυθμικούς δρόμους τού φωτός, ύποκαθιστούσε τό ένα τό άλλο, στό βλέμμα. Μέ επαναλαμβανόμε­νες χειρονομίες άποκαλύπτονταν ή τοπογραφική ανατομία, ώς μιά προσπάθεια αποκρυπτογράφησης τής μυστικής «ψυχοστασίας» τών τοπίων τής πραγ­ματικότητας καί τής ψευδαίσθησης.

ΑΘΗΝΑ ΣΧΙΝΑ