«Διαβάτες»

Ανδρέας Ιωαννίδης, 2009

Όταν ο Λωτρεαμόν, στα Άσματα του Μάλντορορ, έγραφε για την ομορφιά της συνάντησης μιας ομπρέλας με μια ραπτομηχανή πάνω σε ένα ανατομικό τραπέζι,[1] μετέτρεπε αυτόματα την προβληματική του έρωτα σε προβληματική του θανάτου. Στην ομπρέλα αποδίδεται συμβολικά ανδρικό περιεχόμενο, ενώ στη ραπτομηχανή, γυναικείο. Η συνάντησή τους πάνω σε ένα ανατομικό τραπέζι δηλώνει μια συνάντηση που οδηγεί στο θάνατο.[2] Έτσι η απόλαυση της ομορφιάς μετατρέπεται σε θανατολαγνεία. Πρόκειται για μια διαδικασία η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο της «μηχανής εργένης», σύμφωνα με την ομότιτλη έκθεση που διοργανώθηκε στο Παρίσι το 1976. Η ονομασία αυτή προέρχεται από το έργο του Duchamp, το «Μεγάλο Γυαλί» και αναφέρεται στη σταδιακή μηχανοποίηση του ανθρώπου και κατά προέκταση στην απομόνωσή του (εργένης) και στον θάνατό του, στους κόλπους του βιομηχανικού πολιτισμού. Κατά συνέπεια η «μηχανή εργένη» ορίζεται ως «μια φανταστική εικόνα που μετατρέπει τον έρωτα σε μηχανική του θανάτου».[3]

Αυτά και άλλα πολλά αναδύθηκαν στη σκέψη μου αντικρίζοντας τα έργα της Δάφνης Αγγελίδου, έργα σιωπηλά, μοναξιάς και μοναχικότητας.

Η Αγγελίδου παρουσιάζει δρόμους πόλεων με κυρίαρχο το γκρίζο χρώμα και κάποιες ώχρες στους τοίχους των σπιτιών. Χώροι παγεροί, ορθογωνισμένοι, με προοπτική στην οποία το σημείο φυγής ανεβαίνει «βυζαντινά» προς τα πάνω, λες και θέλει να δυσκολέψει το βάδισμα των ανθρώπων. Μια κατασκευή που μετατρέπει το σύνολο σε μακέτα σκηνικού, μέσα στο οποίο οι άνθρωποι μετατρέπονται σε ενδείξεις ανθρώπων, σε ανθρωπόμορφα χαρτάκια κολλημένα στη μακέτα. Μεμονωμένες ευάλωτες υπάρξεις, πραγματικές «μηχανές εργένηδες», με γκριζωπά χρώματα και σε μια στάση που αναπαριστά κίνηση χωρίς να είναι, λες και κάποιο μαγικό ραβδί ακινητοποίησε τα πάντα ξαφνικά στη στάση που βρισκόταν το καθένα. Το σύνολο υποβάλλει ταυτόχρονα και την αναμονή για επανεμψύχωση, την αναμονή για ζωή.

Όλες αυτές οι μορφές κρατάνε ομπρέλες, το πιο χρωματικό στοιχείο των έργων, το πιο «ζωντανό», αν και ξεχνάμε ότι τώρα βάφουμε και τους νεκρούς μας.

Με το πάγωμα της κίνησης οι μορφές δίνουν την εντύπωση ότι η ομπρέλα αποτελεί πάγιο εξάρτημά τους, ότι δεν υπάρχει μόνο χάρη στο στιγμιαίο γεγονός της βροχής, η οποία μετατρέπεται και αυτή σε μια πάγια και χρόνια κατάσταση. Μόνο που η ομπρέλα πλέον χάνει την ανδρική της υπόσταση. Καθίσταται θηλυκή. Η ευθεία της λαβής χάνει τη φαλλικότητά της και καλύπτεται εξ ολοκλήρου από τη θηλυκότητα της καμπύλης, από το κυρτό και το κοίλο το οποίο κατά κανόνα καλύπτει και περιέχει. Σκεπάζουν σχεδόν ολόκληρο το κεφάλι και το πρόσωπο μπαίνοντας στη θέση τους. Αυτές οι ομπρέλες καθιστούν το χώρο χρωματιστό, πιο ευχάριστο και κινητικό. Μόνο που η ευχαρίστηση χτίζεται πάνω σε ένα υφέρπον και κυρίαρχο πένθος. Εμφανίζονται άνθρωποι κάτω από μια συνεχώς προστατευτική ομπρέλα δηλώνοντας τη συνεχή ανάγκη κάλυψης και προστασίας του σύγχρονου ανθρώπου και κατά συνέπεια την απανταχού παρουσία μιας απειλής. Απειλούνται εκ πρώτης όψεως από τη βροχή, από τη φύση, άρα από τον ίδιο τους τον εαυτό ως φύση, ως σώμα και ως εκ τούτου από τον άλλον. Απειλούνται από τη συνάντηση με τον άλλον και παραμένουν μόνοι εκχωρώντας τα ανθρώπινα δικαιώματά τους στην κάλυψη και την προστασία. Οι ομπρέλες, πιο πραγματικές, υποκαθιστούν τον άνθρωπο και χορεύουν πάνω σε ανέραστους ζωντανούς νεκρούς, απολαμβάνοντας το θρίαμβο τους. Εμποδίζουν το ζευγάρωμα γης και ουρανού, εισχωρώντας ανάμεσά τους. Εμποδίζουν το μεγάλο γόνιμο αντάμωμα, αλλά καθίστανται ταυτόχρονα και σύμβολο μιας χρωματιστής και φαινομενικά ευχάριστης μητρικής προστασίας που εμποδίζει τη συνάντηση με τον πατέρα. Ανέκαθεν ο ουρανός ήταν άνδρας και η γη γυναίκα, καθώς και οι πόλεις άλλωστε. Όπου όμως το αντάμωμα πραγματώνεται, όπου απουσιάζει η ομπρέλα, εκεί υπάρχει ο καρπός. Τα δέντρα, ελεύθερα προς τα πάνω, έχουν στα έργα της Αγγελίδου τους πιο γαλήνιους φυσικούς χρωματισμούς.

Μοναδική ελπίδα η ομπρέλα, την οποία παρασύρει ο άνεμος, κίτρινη σαν τον αναμενόμενο ζωοδότη ήλιο.

Εκτός όμως από τους δρόμους, η Αγγελίδου μας οδηγεί και σε χώρους καφενείων, δηλωτικοί και αυτοί της ανθρώπινης μοναχικότητας, χώροι δημόσιοι, παραδοσιακά ανδρικοί, από τους οποίους η γυναίκα μένει έξω και οι οποίοι μέσα από τα τζάμια των προσόψεων μετατρέπονται σε θλιβερές οθόνες θεάτρου σκιών.

Στην άκρη ενός καφενείου, κάποιος τηλεφωνεί μέσα στην ασφάλεια της απόστασης και της μη σωματικής παρουσίας. Σε ένα άλλο κάποιος διαβάζει απέξω εφημερίδα, η οποία καλύπτει, όπως η ομπρέλα, ολόκληρο το κεφάλι του αναγνώστη. εδώ η παθητική ανάγνωση των γεγονότων υποκαθιστά την ενεργητική δραστηριότητα του ανθρώπου-αναγνώστη. Δίπλα σε έναν από αυτούς τους αναγνώστες κάθεται ένας τυφλός δίνοντας την ειρωνική και συνάμα τραγική εντύπωση ότι πρόκειται για το ίδιο άτομο.

Θα σταματήσω όμως εδώ το μικρό μου παραλήρημα και θα τελειώσω με ένα έργο το οποίο, κατά την άποψή μου και μέσω μιας μεταφυσικής ατμόσφαιρας, εμπεριέχει, εν σπέρματι, την απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα. Και αυτό συμβαίνει διότι ολόκληρο το έργο αναδύει δισταγμό, αμφιβολία, αμφιθυμία και αναρώτηση. Άρα περικλείει δυνητικά κινητικότητα, τίποτα εδώ δεν είναι ακόμα ολοκληρωμένο.

Ένας άνθρωπος με μια μπλε ομπρέλα, χρώμα της πνευματικότητας, του αέρα, του νου και της σκέψης, ριζωμένος στη γη, σχεδόν σαν το διπλανό του δένδρο, με ένα κορμί που εμπεριέχει δυνάμει και τα δυο φύλα, προβληματίζεται μπροστά στην ανοιχτή αλλά σκοτεινή και σχεδόν ερεβώδη πόρτα ενός σπιτιού. Πιο εκεί, δεξιά, σε ένα φωτισμένο παράθυρο, εμφανίζεται μια άλλη ανθρώπινη μορφή σε στάση ανάπαυσης και αναμονής. Κάτω από το δέντρο, ένα τραπέζι με κόκκινο τραπεζομάντιλο, χρώμα αίματος και ζωής, χρώμα αναστάσιμο, κυριαρχείται από μια ατμόσφαιρα προσμονής για την έναρξη της γιορτής. Λες και περιμένει τη συνάντηση των δυο. Εδώ πλέον το τραπέζι δεν είναι ανατομικό, αλλά δυνητικά γιορτινό για την αναμενόμενη αλλά τόσο επίφοβη συνάντηση.

Βρισκόμαστε ένα βήμα προτού λυθούν τα μάγια που ακινητοποίησαν τον κόσμο ώστε να μπορέσουν να ζωντανέψουν τα πάντα. Βρισκόμαστε δηλαδή στα πρόθυρα, άλλωστε την πόρτα ατενίζει και ο άνθρωπος, της ίδιας της ζωής, της οποίας όμως το νόημα δεν είναι δεδομένο αλλά καλούμαστε να το δημιουργήσουμε.

Αντρέας Ιωαννίδης
Ιστορικός Τέχνης, Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών

 

1. Λωτρεαμόν, Τα άσματα του Μάλντορορ, Εκδ. των Φίλων, Αθήνα 1980, σ. 192.

2. Michel Carrouges, “Mode d’ Emploi”, κείμενο στον κατάλογο της έκθεσης Machines Celibataires (Μηχανές εργένηδες). Η έκθεση αυτή πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι τον Μάιο-Ιούλιο 1976 στο Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών και συνοδευότανε από γαλλο-γερμανικό κατάλογο όπου ετίθετο το πρόβλημα της «Μηχανής Εργένη» σε όλες τις μορφές καλλιτεχνικής δημιουργίας: εικαστικά, λογοτεχνία, κινηματογράφος, θέατρο.

3. Στο ίδιο, σ. 21.